- βαναυσικαί
- βαναυσικόςoffem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίρρητος — ἐπίρρητος, ον (Α) [ρητός] δυσφημημένος, με κακό όνομα, διαβόητος («αἵ γε βαναυσικαὶ καλούμεναι καὶ ἐπίρρητοί εἰσι», Ξεν.). επίρρ... ἐπιρρήτως με τρόπο επίρρητο, κακόφημα, διαβόητα … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek